- συνδεδεμένης
- συνδέωbindperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BABYLON vulgo BAGDET — BABYLON, vulgo BAGDET urbs Babyloniae regni maxima ad Euphratem fluv. etiamnum regionis caput, et sedes Praefecti. De qua praeter Auctores sparsim hîc citatos, vide Gen. c. 11. loseph. Iud. Antiq. l. 1. c. 4. Epiphan. in Panar. l. 1. n. 7.… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κυάνωση — Υποκύανη (γαλαζωπή) ή μελανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων. Οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και, συγκεκριμένα, όταν στο αίμα που κυκλοφορεί η απόλυτη τιμή της αναχθείσας αιμοσφαιρίνης δεν ξεπερνά τα 5 γρ. ανά 100 κ. εκ. αίματος … Dictionary of Greek
φιλαδέλφεια — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αιγύπτου, κοντά στο σημερινό Φαγιούμ. Χτίστηκε από τον Πτολεμαίο τον Φιλάδελφο. Έπαψε να υπάρχει από τον 4o αι. μ.Χ. 2. Πόλη της Περγάμου, στις βόρειες πλαγιές του όρους Τμώλου, που χτίστηκε το 140 π.Χ. από… … Dictionary of Greek
αιμολυτικός ίκτερος — Ίκτερος που συνοδεύει αιμολυτικές αναιμίες. Οφείλεται σε αύξηση του ρυθμού παραγωγής της χολερυθρίνης που φτάνει σε ποσότητες τέτοιες, ώστε το φυσιολογικό ήπαρ να μην μπορεί να την προσλάβει και να την απεκκρίνει. Χαρακτηρίζεται από την αύξηση… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
Λογγίνος ο Κάσσιος — (; – 273 μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από την περιοχή της Παλμύρας. Από την Αθήνα, όπου διατηρούσε σχολή ρητορικής και φιλολογίας, μετέβη στη Συρία ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας και σύμβουλος της βασίλισσας Ζηνοβίας. Το 273 καταδικάστηκε σε … Dictionary of Greek
Πάουλι, Βόλφγκανγκ — (Pauli, Wolfgang, Βιέννη 1900 – Ζυρίχη 1958). Αυστριακός θεωρητικός φυσικός. Υπήρξε μαθητής των Σόμερφελντ, Μπορ και Μπορν. Σε πολύ νεαρή ηλικία, έγραψε μια έκθεση της θεωρίας της σχετικότητας, η οποία έμεινε κλασική (1921). Στα επόμενα χρόνια… … Dictionary of Greek